- ἐνδρομή
- ἐνδρομήair played during the pentathlonfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδρομή — ἐνδρομή, η (Α) μουσικό μέλος με αυλό κατά τους αγώνες τού πεντάθλου … Dictionary of Greek